![]() |
|||
![]() |
![]() |
Στην Άνδρο, οι μέλισσες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα φυσικά κεφάλαια του νησιού, διαχρονικά σημαντικότατο. Πρόκειται, από τη μια, για τις αγριομέλισσες επικονίασης του νησιού, ατεκμηρίωτες σε μεγάλο βαθμό∙ αλλά και τις μελιτοπαραγωγές μέλισσες, μια φυσική διαθεσιμότητα που ευαισθητοποίησε και ενθάρρυνε την ανθρώπινη επινόηση για καλύτερη διαχείριση και μεγαλύτερες παραγωγές μελιού. Και εδώ ακριβώς ακουμπά η πρωτοκαθεδρία της Άνδρου, ενός νησιού που φύση, άνθρωποι και δομημένο περιβάλλον αποπνέουν οσμή μελιού...
Ας αρχίσω από το φυσικότερο, τις άγριες μέλισσες. Παρότι το επιχείρησα επανειλημμένα, ποτέ δεν στάθηκα τυχερή, έως τώρα, να αποκτήσω ολοκληρωμένη γνώση της βιοποικιλότητας των άγριων μελισσών της Άνδρου. Πάντα κάτι συνέβαινε και η διαδικασία έμενε ανολοκλήρωτη, κάποιες φορές με πόνο, πάντα μετά από πολύν κόπο. Συνεργασίες που δεν ευοδώθηκαν, ακόμη και χρηματοδοτούμενες, φοιτητές που δεν ανταποκρίθηκαν έως τέλους, για να φτάσουμε στον καιρό του κορωνοϊού που φταίει για όλα! Έτσι, θα βολευτούμε, έως νεοτέρας, με τα αποτελέσματα του TERRACESCAPE, αποσπασματικά μεν, αλλά ενταγμένα κάτω από υποθέσεις εργασίας που έχουν νόημα.
Είχα εξαρχής την διαίσθηση, πάντως, ότι πρόκειται για ένα νησί-θησαυρό ως προς τη βιοποικιλότητα των άγριων μελισσών. Επαγγελματική διαστροφή, ίσως, προβεβλημένη πάνω στις ενδείξεις του ανθισμένου τοπίου του νησιού, πλαισιωμένου με ποικίλους βόμβους – όλα ερεθίσματα που υποδαυλίζουν και κινητοποιούν συγκριτικούς υπολογισμούς. Και ακόμη και σήμερα, που η ολική γνώση απουσιάζει, είμαι πεπεισμένη ότι η Άνδρος θα αναδυθεί μεταξύ των ποικιλοτέρων νησιών του Αρχιπελάγους ως προς την μελισσοποικιλότητά της.
Διαπλέοντας το Αιγαίο από τη Μυτιλήνη, το Εργαστήριο Βιογεωγραφίας & Οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου εγκατέστησε στην Άνδρο το έργο LIFE TERRACESCAPE, για να μελετήσει και να μετατρέψει τα εγκαταλειμμένα τοπία αναβαθμίδων σε πράσινες υποδομές, προσφέροντας έτσι, μια προσαρμοστική ασπίδα έναντι της καθ’ όλα παρούσας κλιματικής αλλαγής. Μια υπηρεσία, άλλωστε, που οι αναβαθμίδες προσέφεραν από πάντα στις ανθρώπινες εγκαταστάσεις, μετριάζοντας τις κλιματικές ακρότητες και τις συναφείς φυσικές καταστροφές. Λόγω του πυκνού δικτύου αναβαθμίδων, κυρίως στο νότιο τμήμα της, η Άνδρος αποτελεί χειροποίητο νησί, χαρακτηρισμός που δόθηκε από τον Κορνήλιο Καστοριάδη για την διπλανή Τήνο, η οποία είναι ακόμη πυκνότερη σε αναβαθμίδες και μάλιστα εφ’ όλης της έκτασής της. Τα δυο αυτά νησιά των Βόρειων Κυκλάδων μοιάζουν, εκτός από το ότι είναι και τα δυο ανεμοδαρμένα, και ως προς τη γεωλογία (κυρίως σχιστολιθικά πετρώματα), και το πλούσιο υδατικό δυναμικό (απόρροια της γεωλογίας). Η σχιστολιθικό τους φύση αποτελεί τον γενεσιουργό λόγο δόμησης ξερολιθιάς, συμπεριλαμβανομένων των υποστηρικτικών τοιχίων αναβαθμίδων, με τα στήματα και τα φακιόλια τους να δεσπόζουν διατρέχοντας το νησιωτικό σώμα σαν τεράστια κομπολόγια. Ο τρόπος αυτός της δόμησης χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο του νησιού της Άνδρου, ενώ στην Τήνο εμφανίζεται σποραδικά.
Εικόνα 1 (α, β). Διάφοροι τύποι ξερολιθικών τοιχίων της Άνδρου για υποστήριξη αναβαθμίδων ή απλοί λιθοφράχτες. Φωτογραφίες: Θ. Πετανίδου.
Εικόνα 2. Ερειπωμένο μελισσόσπιτο στο αναβαθμιδωμένο τοπίο της βόρειας Άνδρου, και αυτό
εγκαταλειμμένο. Φωτογράφηση με drone από τον Γ. Τάταρη.
Εικόνα 3. Μελισσοθουρίδες στην Άνδρο. Φωτογραφία: Θ. Πετανίδου.
Εικόνα 4 (α, β). Το καλύτερα διατηρημένο μελισσόσπιτο της Άνδρου, στην περιοχή Ζαχαριά, εξωτερική (α) και εσωτερική (β) όψη. Φωτογραφίες: Θ. Πετανίδου.
Μελετώντας τις αναβαθμίδες της Άνδρου, πέρα από τα ποικίλα δομημένα στοιχεία τους, ανακαλύψαμε (ομολογουμένως μετά τον Γιώργο Σπέη), απίστευτα όμορφες, έξυπνες πρακτικές δομές πάνω στα αναβαθμιδωμένα τοπία, σχετισμένες απολύτως με την μελισσοκομία: τις μελισσοθυρίδες και τα μελισσόσπιτα.
Η Άνδρος αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση μεταξύ όλων των νησιών, όχι μόνο για την πληθώρα των μελισσοθουρίδων που είναι διασκορπισμένες σε όλο το νησί και την πολυπλοκότητα των φορμών τους, αλλά και για την ύπαρξη, μόνο σε αυτό το νησί, των μελισσόσπιτων, αυτόνομων στεγασμένων κτισμάτων αποκλειστικά για μελισσοκομική χρήση. Τα μελισσόσπιτα αποτελούν εξέλιξη της χρήσης κυψελών «ντουλαπιών» στους τοίχους οικιών και άλλων κτισμάτων, και απαντώνται μόνο στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι πιθανοί λόγοι είναι πολιτισμικοί (το βόρειο τμήμα του νησιού κατοικείται κυρίως από Αρβανίτες, οι οποίοι στη μελισσοκομική τους πρακτική χρησιμοποιούσαν κτιστές κυψέλες «ντουλάπια») και κλιματικοί (προφύλαξη από τους ισχυρούς βόρειους ανέμους, που στην Άνδρο, ιδιαίτερα στο βόρειό της τμήμα, είναι ισχυρότατοι). Αν και υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι, τα μελισσόσπιτα είναι συνήθως κτίρια λιθόκτιστα, επιμήκη, μήκους έως και 10 μέτρα, πλάτους 3–4 μέτρα, χτισμένα σε μέρη υπήνεμα, πάνω σε αναβαθμίδες, συνήθως με τον ένα μακρύ τοίχο προσηλωμένο στο αναλημματικό τοιχίο της αναβαθμίδας, και τον απέναντι μακρύ τοίχο ελεύθερο. Ο τελευταίος φέρει οπές για την είσοδο των μελισσών, οι οποίες μελισσουργούν στο εσωτερικό του που είναι διαμορφωμένο σε κυψέλες «ντουλάπια» για το χτίσιμο των κηρηθρών. Αυτό το εσωτερικό τμήμα είναι και το βασίλειο του μελισσοκόμου, που αν και μικρόχωρο, στεγάζει ασφαλώς, όχι μόνον τις μέλισσες και το «βιός» τους, που εν μέρει είναι και δικό του, αλλά και τα εργαλεία του, επιτρέποντάς τον να εργάζεται με την ησυχία του σε σκιερό και προστατευμένο από την κακοκαιρία χώρο.
Η μελισσοκομία έχει μακρά παράδοση στην Άνδρο. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως στην Παλαιόπολη θραύσματα πήλινων οριζόντιων κυψελών που χρονολογούνται ως του 1ου αιώνα π.Χ.[2], ενώ παρόμοιες αρχαίες κυψέλες έχουν αποκαλυφθεί και σε αρκετά ακόμη Κυκλαδονήσια[3]. Οι εν λόγω κυψέλες παρέμειναν σε χρήση στις Κυκλάδες έως τις μέρες μας, συνεχίζοντας μια παράδοση χιλιετιών. Στην Άνδρο, οι πήλινες οριζόντιες κυψέλες, γνωστές ως «κανόνια», απαντούσαν στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού και ήσαν μονόστομες (ανοικτές στο ένα μόνο άκρο), ώστε να τοποθετούνται εντός θυρίδων στις αναβαθμίδες και να μην καταλαμβάνουν χώρο στην πολύτιμη για το νησί γη. Η μοναδικότητα ωστόσο της παραδοσιακής μελισσοκομίας στην Άνδρο έγκειται στο γεγονός πως στο νησί απαντούσε, σε παράλληλη χρήση, ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός τύπων κυψελών. Πέραν των πήλινων οριζόντιων, έχουν καταγραφεί οι εξής τύποι κυψελών: επίστομα (κωνικά ή καμπανόσχημα) μελισσοκόφινα· επίστομες πήλινες «καμπάνες»· επίστομες ορθογώνιες σανιδένιες κυψέλες, σε κάποιες περιπτώσεις με μια λίθινη πλάκα αντί σανίδας στη μια τους πλευρά· επίστομες σανιδένιες πυραμιδόσχημες κυψέλες· επίστομες κυψέλες από κουφωμένους κορμούς δέντρων· κυψέλες «σπηλιές» (ήτοι κυψέλες που χρησιμοποιούν κάποιο κοίλωμα βράχου, κλεισμένου με μια λίθινη πλάκα)· κυψέλες «σπηλιοντούλαπα» (κοίλωμα βράχου με προσαρμογή ξύλινου πλαισίου με πόρτα)· κυψέλες «ντουλάπια» ανοιγόμενες μόνο από την εμπρόσθια πλευρά (σε σειρές στην ύπαιθρο)· και κυψέλες «ντουλάπια» ανοιγόμενες από την οπίσθια πλευρά (σε τοίχους διαφόρων κτισμάτων, όπως οικίες, κελιά, στάνες κ.ά.), οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργούνταν σε ειδικές κατασκευές, τους μελισσότοιχους και τα μελισσόσπιτα. Πουθενά αλλού, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν έχει καταγραφεί σε έναν τόσο μικρό χώρο τόσο μεγάλη ποικιλία τύπων παραδοσιακών κυψελών.
Η προέλευση των παραδοσιακών κυψελών της Άνδρο φαίνεται πως σχετίζεται με την προέλευση των κατοίκων της. Οι οριζόντιες πήλινες κυψέλες είναι σαφές πως συνέχιζαν την κυκλαδίτικη μελισσοκομική παράδοση. Οι κάθετες επίστομες κυψέλες όμως, όπως και οι κτιστές, προέρχονται μάλλον από τα ηπειρωτικά. Στις αρχές του 15ου αιώνα, στο βόρειο τμήμα της Άνδρου εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες προερχόμενοι πιθανώς από την Εύβοια[4]. Φαίνεται λοιπόν πως αυτοί μετέφεραν στο νησί τη μελισσοκομική τους παράδοση με τη χρήση κάθετων επίστομων και κτιστών κυψελών, αποτελώντας έτσι τους φορείς αυτού του τύπου μελισσοκομίας. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως όλοι οι τύποι κτιστών κυψελών καθώς και οι κάθετοι επίστομοι, με εξαίρεση τα μελισσοκόφινα, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά εντός των ορίων της λεγόμενης Αρβανιτιάς της Άνδρου, στο βόρειο και μέρος του κεντρικού τμήματος του νησιού.
Εκτός όμως των Αρβανιτών, επήλυδες στην Άνδρο ήσαν και οι κάτοικοι στο νότιο τμήμα του νησιού, στην περιοχή του Κορθίου. Το ιδίωμα που ομιλούν οι κάτοικοι εκεί είναι βόρειου φωνηεντισμού[5], γεγονός που σημαίνει πως προέρχονται από κάποια περιοχή της κεντρικής ή βόρειας Ελλάδας. Σε βενετσιάνικο έγγραφο του 14ου αιώνα που είχε εντοπίσει ο ιστορικός της Άνδρου Δημήτριος Πολέμης, το οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να το δημοσιεύσει λόγω του επελθόντος θανάτου του, φέρεται να γίνεται μνεία για μεταφορά κατοίκων της Αίνου, πόλεως της Ανατολικής Θράκης, στην περιοχή του Κορθίου[6]. Εάν η προέλευση των κατοίκων περί το Κόρθι είναι από την Ανατολική Θράκη, δικαιολογείται και η σχεδόν αποκλειστική χρήση επίστομων μελισσοκόφινων στην περιοχή του Κορθίου. Στην ευρύτερη Θράκη η χρησιμοποιούμενη παραδοσιακή κυψέλη ήταν το επίστομο μελισσοκόφινο[7]. Φαίνεται λοιπόν πως οι κάτοικοι της νοτίου Άνδρου συνέχισαν τη μελισσοκομία του τόπου προέλευσής τους και στις νέες τους εστίες.
Εικόνα 5 (α, β, γ). Μερικές από τις παραδοσιακές κυψέλες της Άνδρου. α: καμπάνες από τις Μερμηγκιές (σε δεύτερο πλάνο τοποθετημένες μέσα σε μελισσοθυρίδες), β: κοφίνι μέσα σε θυρίδα από τις Καππαριές, γ: κανόνι από την Κατάκοιλο. Φωτογραφίες: Γ. Μαυροφρύδης.
Η έναρξη άσκησης σύγχρονης μελισσοκομίας στο νησί της Άνδρου, όπως και στα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια, ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ήταν το 1937 όταν, στο πλαίσιο προγράμματος διάδοσης της σύγχρονης κυψέλης, ο Δημήτριος Σεγρέδος από τη Σίκινο διορίστηκε ειδικός μελισσοκόμος στις Κυκλάδες. Κατά την τριετία 1937-1940 περιόδευε στα νησιά και είτε μέσω «Μεταβατικών Σχολείων Μελισσοκομίας», είτε μέσω μαθημάτων στον χώρο των μελισσοκομείων, έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης μελισσοκομίας στην περιοχή.
Στις μέρες μας η μελισσοκομία στην Άνδρο είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Υπάρχει μεγάλος αριθμός μελισσιών, ενώ κατά την περίοδο ανθοφορίας του θυμαριού μεταφέρονται στο νησί μελίσσια και από την Αττική. Οι περισσότεροι μελισσοκόμοι της Άνδρου ασκούν μελισσοκομία διατηρώντας, ο καθένας τους, αρκετά μικρά μελισσοκομεία, τα οποία μετακινούν στις εκάστοτε ανθοφορίες. Ο λόγος διατήρησης μικρών μελισσοκομείων είναι πως στις τοπικές συνθήκες η διατήρηση μεγάλων μελισσοκομείων απεδείχθη πως αποφέρει μικρότερη συνολική παραγωγή.
Το παραγόμενο στο νησί μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας και οι κύριες ανθοφορίες από τις οποίες προέρχεται είναι του θυμαριού και το φθινοπωρινού ρεικιού (Erica manipuliflora), γνωστού τοπικά ως λεκάτι ή αλεκάτι. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για το μέλι από ρείκι της Άνδρου, το οποίο διαφέρει αισθητά από το παραγόμενο σε άλλες περιοχές. Στην Άνδρο το εν λόγω μέλι αποκτά μορφή κρέμας που σε τίποτε δεν θυμίζει την κρυσταλλωμένη μορφή του ρεικόμελου που παράγεται συνήθως στην υπόλοιπη χώρα. Τελευταία είναι υπό συζήτηση προτάσεις για την αναγνώριση του μελιού από ρείκι της Άνδρο ως ΠΟΠ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) ώστε το μοναδικό αυτό προϊόν του νησιού να αποκτήσει τη θέση που του αρμόζει.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το νησί της Άνδρου αποτελεί ένα διαχρονικό εργαστήριο μελισσοκομίας, με πλούσια και καλά τεκμηριωμένη ιστορία, έχοντας ένα παραγωγικό και προσοδοφόρο παρόν. Τα πλούσια τεκμήρια του ιστορικού της μελισσοκομίας στο νησί, τόσο άυλα (πολλαπλές μέθοδοι μελισσοκομίας), όσο και υλικά – με τα τελευταία να περιλαμβάνουν τόσο κινητά όσο και ακίνητα στοιχεία, θα μπορούσαν να αποτελούν ένα ακόμη οικονομικό πόρο για το νησί, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του μελισσοτουρισμού που στη χώρα μας έχει ελάχιστα αναπτυχθεί, μάλιστα αποτυγχάνοντας να αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής μελισσοκομίας. Ο μελισσοτουρισμός επιβάλλεται ως εναλλακτική δραστηριότητα σήμερα, λόγω των αβέβαιων σοδειών εξαιτίας της λειψής ανθοφορίας και ενόψει της προβλεπόμενης μείωσης της νεκταροπαραγωγής στη Μεσόγειο υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο κύκλος δραστηριοτήτων στο πλαίσιο άσκησης μελισσοκομίας θα πρέπει να διευρυνθεί, δίνοντας δυνατότητες εμπλουτισμού των παραδοσιακών όχι μόνο δραστηριοτήτων, αλλά και προϊόντων. Προς τούτο, το «Κέντρο Αριστείας Έρευνας, Εκπαίδευσης και Καινοτομίας Μελισσών & Μελισσοκομίας Αιγαίου Αρχιπελάγους» θα έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο άμεσο μέλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλιοδέτης Β. 2017. Η κεραμική. Στο: Παλιαοκρασσά-Κοπίτσα Λ. (επιμ.), Παλαιόπολη Άνδρου – Τριάντα χρόνια ανασκαφικής έρευνας. Άνδρος, σ. 158-175.
Γιοχάλας Τ. Π. 2010. Άνδρος, Αρβανίτες και Αρβανίτικα. Τυπωθείτω, Αθήνα.
Karnava A., Kolia E., Margaritis E. 2015. A Classical/Hellenistic oil pressing installation in Foti-Vroskopos, Keos. Στο: Diler A., Şenol Κ., Aydinoglu Ü. (επιμ.), Olive oil and wine production in eastern Mediterranean during antiquity, International Symposium, Urla-Σμύρνη, Νοέμβριος 2011, Σμύρνη, Ege Üniversitesi, σ. 107-123.
Μαυροφρύδης Γ. 2018. Ελληνιστικά πώματα κυψελών για προστασία των μελισσών από τη Vespa orientalis. Στο: Θ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική. Θεσσαλονίκη 5-9 Δεκεμβρίου 2012. Πρακτικά. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, σ. 849-856.
Μαυροφρύδης Γ. 2020. Η παραδοσιακή μελισσοκομία της Θράκης. Μελισσοκομική Επιθεώρηση 34(274): 381-385.
Μαυροφρύδης Γ., Πετανίδου Θ. (2021). Μελισσοτουρισμός – Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας. Μελισσοκομική Επιθεώρηση 35(276): 112-114.
Μπασέα-Μπεζαντάκου Χ. 2001. Το βόρειο ιδίωμα της Άνδρου. Άγκυρα, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης 1: 113-126.
Πολέμης Δ. Ι. 1981. Ιστορία της Άνδρου. Πέταλον, Παράρτημα 1, Άνδρος.
Siebert G. 1988. Délos. Quartier de Skardhana. Bulletin de Correspondance Hellénique 112: 755-768.
Σπέης Γ. 2003. Θουρίδες και μελισσοκήπια. Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος.
Rotroff S. I. 2006. The Athenian Agora. Vol. 33. American School of Classical Studies at Athens, Princeton.
Sutton R. F. 1991. Ceramic evidence for settlement and land use in the Geometric to Hellenistic periods. Στο: Cherry J. F., Davis J. L., Mantzourani E. (επιμ.), Landscape archaeology as long-term history: Northern Keos in the Cycladic islands from earliest settlement to modern times. Univ. of California, Los Angeles, σ. 245-263.
Takkis K., Tscheulin T., Petanidou T. 2018. Differential climate warming effects on the nectar secretion of early- and late-flowering Mediterranean plants. Frontiers in Plant Science 9: 874 – open access.
Χονδρός Κ. Μ. 2015. Παραδοσιακή μελισσοκομία Αιγαίου. Μελισσοκομικός Σύλλογος Ρόδου «Η κυψέλη», Ρόδος.